- τάσσω
- ΝΜΑ, και αττ. τ. τάττω Α1. βάζω, τοποθετώ σε κατάλληλη θέση2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) τεταγμένος, -η, -ο και μόνο στη νεοελλ. και ταγμένος, -η, -οα) τοπ. ο παρατεταγμένοςβ) χρον. ο καθορισμένος από πριν, προδιαγεγραμμένοςνεοελλ.1. ορίζω, καθορίζω («ο νόμος τάσσει προθεσμία δύο μηνών»)2. (το μέσ.) τάσσομαιπηγαίνω με το μέρος κάποιου, συμπαρατάσσομαι («τάχθηκε με την αντιπολίτευση»)3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) αυτός που υπεύθυνα έχει αναλάβει κάτι, ο επιφορτισμένος με κάτι («οι τεταγμένοι στη φρουρά τών συνόρων τής χώρας μας»)4. (το θηλ. τής μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) η τεταγμένημαθημ. η μία από τις δύο συντεταγμένες με τις οποίες προσδιορίζεται η θέση ενός σημείου σε ένα επίπεδο5. φρ. α) «τάσσομαι υπέρ κάποιου» και «τάσσομαι στο πλευρό κάποιου»i) υποστηρίζω κάποιονii) συμμερίζομαι τη γνώμη κάποιου, υποστηρίζω την άποψή του, συμφωνώβ) «τάσσομαι υπό τη σημαία κάποιου»i) στρατεύομαι υπό τη σημαία κάποιουii) προσχωρώ στις πολιτικές και ιδεολογικές θέσεις κάποιουμσν.ορκίζομαιαρχ.1. (σχετικά με στρατεύματα και πλοία) παρατάσσω, θέτω σε διάταξη μάχης (α. «τάξας τὴν στρατιὴν ἅπασαν ἐξ ἐμβολῆς τοῡ ποταμοῡ», Ηρόδ.β. «κατὰ μίαν ναῡν τεταγμένοι» — παρατεταγμένοι σε μία γραμμή, Θουκ.)2. (με αιτ. και εμπρόθ. προσδ.) κατατάσσω κάτι σε μια κατηγορία («ἔταττον γὰρ τὸ ὀρχεῑσθαι ἐπὶ τοῡ κινεῑσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι», Αθήν.)3. διατάζω, προστάζω («οὕτω τάττει ὁ λόγος», Αριστοτ.)4. (με απαρμφ. και επίθετο) δίνω σε κάτι συγκεκριμένη σημασία, τό ορίζω («ἅπερ ἂν... αἰσχρὰ εἶναι καὶ κακὰ τάττῃ», Πλάτ.)5. (σχετικά με φόρους και με πληρωμή χρηματικών ποσών) επιβάλλω6. (σχετικά με ποινή) ορίζω7. επιβάλλω νόμους («οὓς ἔταξεν αὐτοῑς ὁ νομοθέτης [νόμους]», Πλάτ.)8. μτφ. α) διορίζω κάποιον σε μια στρατιωτική ή πολιτική θέσηβ) (συν. με αιτ. αυτοπαθούς αντων.) συγκαταλέγω («οὐδαμῶς γε τάττω ἐμαυτὸν εἰς τὴν τῶν ἄρχειν βουλομένων τάξιν», Ξεν.)9. (μέσ. και παθ.) α) αναλαμβάνω να πληρώσω ένα χρηματικό ποσόβ) συμφωνώ με κάποιον άλλο σχετικά με την πληρωμή ενός χρέους μέσα σε καθορισμένη προθεσμίαγ) εξοφλώ, πληρώνω («τῆς δὲ τιμῆς τάξονται παραχρῆμα τὸ δ' μέρος, τὸ δὲ λοιπόν ἐν ἔτεσι γ'«, πάπ.)δ) (γενικά) συμφωνώ («ταξαμένους... δέχεσθαι μισθὸν τῆς φυλακῆς,», Πλάτ.)10. φρ. α) «ἐς [τὸ] πεζόν» ή «ἐς τὸ ναυτικὸν τετάχθαι» — υπηρετώ στο πεζικό ή στο ναυτικόβ) «τάσσω ἐμαυτὸν ἐπὶ τι» — αναλαμβάνω να φέρω εις πέρας ένα έργογ) «ὁ πρὸς γράμμασι τεταγμένος» — ο γραμματέας (Πολ.)δ) «αἱ τεταγμέναι θυσίαι» — οι θυσίες που συνήθως τελούνται, οι καθιερωμένες θυσίες (Ξεν.)ε) «τάσσω τινὰς ἐπὶ τινας» — τοποθετώ μια ομάδα στρατιωτών απέναντι σε μια άλλη (Ξεν.)στ) «τάσσω τινά ἐπὶ τινας» — τοποθετώ κάποιον στη θέση τού αρχηγού (Ξεν., Θουκ.)ζ) «τάσσω τινά ἐπὶ τινος [ή τινι]» — διορίζω κάποιον σε μια υπηρεσίαη) «τάσσομαι μετά τινος» — συμπαρατάσσομαι με κάποιον (Πολ.)θ) «τάσσομαι κατά [ή ἐπί] τινα» — παρατάσσομαι εναντίον κάποιουι) «τάσσομαι μετά τινα» — παρατάσσομαι πίσω από κάποιον (Ξεν.)ια) «τάσσομαι σύν τινι» — ενεργώ μαζί, από κοινού με κάποιον (Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Το ρ. τάσσω έχει σχηματιστεί κατά τα ρ. σε -σσω (πρβλ. πράσσω), ενώ το θ. τού ρ. ταγ- (πρβλ. ταγή, τάγμα, ταγός) θα προϋπέθετε ενεστ. τ. *τάζω. Το ρ. τάσσω είναι συνώνυμο με το τίθημι, αλλά η σημασία του είναι πιο περιορισμένη. Το ρ. τάσσω έχει την έννοια τού τοποθετώ εκεί που πρέπει, σύμφωνα με καθορισμένη οργάνωση και ορισμένο σύστημα, από όπου η ευρεία χρήση τού ρήματος και τών παραγώγων του στη διοικητική και στρατιωτική ορολογία.ΠΑΡ. ταγή, τάγμα, τακτικός, τακτός, τάξηαρχ.τάκτηςνεοελλ.τάξιμο.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανατάσσω, αντιτάσσω, αποτάσσω, διατάσσω, εντάσσω, επιτάσσω, καθυποτάσσω, κατατάσσω, μετατάσσω, παρατάσσω, προστάσσω, προτάσσω, συντάσσω, υποτάσσωαρχ.εκτάσσω, προσεπιτάσσωνεοελλ.ανακατατάσσω, ανασυντάσσω, αντιπαρατάσσω, επανεντάσσω, συγκατατάσσω, συμπαρατάσσω].
Dictionary of Greek. 2013.